Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
προσψηφίζομαι
προσψήφισμα
προσψιθυρίζω
προσψύχω
πρόσω
προσώδης
προσῳδής
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωπικῶς
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
View word page
προσῳδής
swollen
ShortDef
swollen
Debugging
Headword:
προσῳδής
Headword (normalized):
προσῳδής
Headword (normalized/stripped):
προσωδης
IDX:
76515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76516
Key:
Data
{'content': 'swollen'}