Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
προσψηφίζομαι
προσψήφισμα
προσψιθυρίζω
προσψύχω
πρόσω
προσώδης
προσῳδής
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωπικῶς
προσωποληπτέω
View word page
προσώδης
smelling, stinking

ShortDef

smelling, stinking

Debugging

Headword:
προσώδης
Headword (normalized):
προσώδης
Headword (normalized/stripped):
προσωδης
IDX:
76514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76515
Key:

Data

{'content': 'smelling, stinking'}