Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσχώρησις
προσχώριος
πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
προσψηφίζομαι
προσψήφισμα
προσψιθυρίζω
προσψύχω
πρόσω
προσώδης
προσῳδής
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωθέω
προσωνέομαι
προσωνυμία
προσωπεῖον
View word page
προσψύχω
to devote oneself heart and soul

ShortDef

to devote oneself heart and soul

Debugging

Headword:
προσψύχω
Headword (normalized):
προσψύχω
Headword (normalized/stripped):
προσψυχω
IDX:
76512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76513
Key:

Data

{'content': 'to devote oneself heart and soul'}