Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσχρῶτα
πρόσχυσις
προσχύτης
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
προσχώριος
πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
προσψηφίζομαι
προσψήφισμα
προσψιθυρίζω
προσψύχω
πρόσω
προσώδης
προσῳδής
προσῳδία
View word page
πρόσψαυσις
touching
ShortDef
touching
Debugging
Headword:
πρόσψαυσις
Headword (normalized):
πρόσψαυσις
Headword (normalized/stripped):
προσψαυσις
IDX:
76506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76507
Key:
Data
{'content': 'touching'}