Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσχρωμον
προσχρώννυμι
προσχρῶτα
πρόσχυσις
προσχύτης
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
προσχώριος
πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
προσψηφίζομαι
προσψήφισμα
προσψιθυρίζω
προσψύχω
πρόσω
προσώδης
View word page
πρόσχωρος
lying near, neighbouring

ShortDef

lying near, neighbouring

Debugging

Headword:
πρόσχωρος
Headword (normalized):
πρόσχωρος
Headword (normalized/stripped):
προσχωρος
IDX:
76504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76505
Key:

Data

{'content': 'lying near, neighbouring'}