Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσχρίμπτω
προσχρίω
πρόσχρωμον
προσχρώννυμι
προσχρῶτα
πρόσχυσις
προσχύτης
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
προσχώριος
πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
προσψηφίζομαι
προσψήφισμα
προσψιθυρίζω
προσψύχω
View word page
προσχώρησις
a going towards, approach

ShortDef

a going towards, approach

Debugging

Headword:
προσχώρησις
Headword (normalized):
προσχώρησις
Headword (normalized/stripped):
προσχωρησις
IDX:
76502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76503
Key:

Data

{'content': 'a going towards, approach'}