Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσχρηστέον
προσχρίμπτω
προσχρίω
πρόσχρωμον
προσχρώννυμι
προσχρῶτα
πρόσχυσις
προσχύτης
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
προσχώριος
πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
προσψεύδομαι
προσψηφίζομαι
προσψήφισμα
προσψιθυρίζω
View word page
προσχωρέω
to go to, approach

ShortDef

to go to, approach

Debugging

Headword:
προσχωρέω
Headword (normalized):
προσχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προσχωρεω
IDX:
76501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76502
Key:

Data

{'content': 'to go to, approach'}