Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
ἄνθορος
ἄνθος
ἄνθος2
ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθρακιή
View word page
ἀνθρακάριος
carbonarius
ShortDef
carbonarius
Debugging
Headword:
ἀνθρακάριος
Headword (normalized):
ἀνθρακάριος
Headword (normalized/stripped):
ανθρακαριος
IDX:
7649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7650
Key:
Data
{'content': 'carbonarius'}