Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
View word page
ἀγριόφωνος
with wild rough voice

ShortDef

with wild rough voice

Debugging

Headword:
ἀγριόφωνος
Headword (normalized):
ἀγριόφωνος
Headword (normalized/stripped):
αγριοφωνος
IDX:
764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-765
Key:

Data

{'content': 'with wild rough voice'}