Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσχόω
προσχράομαι
προσχρῄζω
πρόσχρησις
προσχρηστέον
προσχρίμπτω
προσχρίω
πρόσχρωμον
προσχρώννυμι
προσχρῶτα
πρόσχυσις
προσχύτης
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
προσχώριος
πρόσχωρος
πρόσχωσις
πρόσψαυσις
προσψαύω
View word page
πρόσχυσις
a sprinkling

ShortDef

a sprinkling

Debugging

Headword:
πρόσχυσις
Headword (normalized):
πρόσχυσις
Headword (normalized/stripped):
προσχυσις
IDX:
76497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76498
Key:

Data

{'content': 'a sprinkling'}