Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσχηματίζομαι
προσχηματισμός
προσχίζω
πρόσχισμα
προσχλευάζω
προσχολάζω
προσχόλιον
πρόσχολος
πρόσχορδος
προσχορεύω
προσχορηγέω
πρόσχορος
προσχόω
προσχράομαι
προσχρῄζω
πρόσχρησις
προσχρηστέον
προσχρίμπτω
προσχρίω
πρόσχρωμον
προσχρώννυμι
View word page
προσχορηγέω
supply in addition

ShortDef

supply in addition

Debugging

Headword:
προσχορηγέω
Headword (normalized):
προσχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
προσχορηγεω
IDX:
76485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76486
Key:

Data

{'content': 'supply in addition'}