Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσχέω
πρόσχημα
προσχηματίζομαι
προσχηματισμός
προσχίζω
πρόσχισμα
προσχλευάζω
προσχολάζω
προσχόλιον
πρόσχολος
πρόσχορδος
προσχορεύω
προσχορηγέω
πρόσχορος
προσχόω
προσχράομαι
προσχρῄζω
πρόσχρησις
προσχρηστέον
προσχρίμπτω
προσχρίω
View word page
πρόσχορδος
attuned to a stringed instrument

ShortDef

attuned to a stringed instrument

Debugging

Headword:
πρόσχορδος
Headword (normalized):
πρόσχορδος
Headword (normalized/stripped):
προσχορδος
IDX:
76483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76484
Key:

Data

{'content': 'attuned to a stringed instrument'}