Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσχειμάζω
προσχειρουργέω
πρόσχεσις
προσχέω
πρόσχημα
προσχηματίζομαι
προσχηματισμός
προσχίζω
πρόσχισμα
προσχλευάζω
προσχολάζω
προσχόλιον
πρόσχολος
πρόσχορδος
προσχορεύω
προσχορηγέω
πρόσχορος
προσχόω
προσχράομαι
προσχρῄζω
πρόσχρησις
View word page
προσχολάζω
study formerly with

ShortDef

study formerly with

Debugging

Headword:
προσχολάζω
Headword (normalized):
προσχολάζω
Headword (normalized/stripped):
προσχολαζω
IDX:
76480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76481
Key:

Data

{'content': 'study formerly with'}