Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσχεθεῖν
προσχειμάζω
προσχειρουργέω
πρόσχεσις
προσχέω
πρόσχημα
προσχηματίζομαι
προσχηματισμός
προσχίζω
πρόσχισμα
προσχλευάζω
προσχολάζω
προσχόλιον
πρόσχολος
πρόσχορδος
προσχορεύω
προσχορηγέω
πρόσχορος
προσχόω
προσχράομαι
προσχρῄζω
View word page
προσχλευάζω
mock
ShortDef
mock
Debugging
Headword:
προσχλευάζω
Headword (normalized):
προσχλευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσχλευαζω
IDX:
76479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76480
Key:
Data
{'content': 'mock'}