Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσχαρισμός
προσχάσκω
προσχεθεῖν
προσχειμάζω
προσχειρουργέω
πρόσχεσις
προσχέω
πρόσχημα
προσχηματίζομαι
προσχηματισμός
προσχίζω
πρόσχισμα
προσχλευάζω
προσχολάζω
προσχόλιον
πρόσχολος
πρόσχορδος
προσχορεύω
προσχορηγέω
πρόσχορος
προσχόω
View word page
προσχίζω
slit before
ShortDef
slit before
Debugging
Headword:
προσχίζω
Headword (normalized):
προσχίζω
Headword (normalized/stripped):
προσχιζω
IDX:
76477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76478
Key:
Data
{'content': 'slit before'}