Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσφωνηματικός
προσφώνησις
προσφωνητέον
προσχαίρω
προσχάραιος
προσχαρακτηρικῶς
προσχαρίζομαι
προσχαρισμός
προσχάσκω
προσχεθεῖν
προσχειμάζω
προσχειρουργέω
πρόσχεσις
προσχέω
πρόσχημα
προσχηματίζομαι
προσχηματισμός
προσχίζω
πρόσχισμα
προσχλευάζω
προσχολάζω
View word page
προσχειμάζω
winter
ShortDef
winter
Debugging
Headword:
προσχειμάζω
Headword (normalized):
προσχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
προσχειμαζω
IDX:
76470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76471
Key:
Data
{'content': 'winter'}