Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοπλόκος
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
ἄνθορος
ἄνθος
ἄνθος2
ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
View word page
ἀνθοφορέω
to bear flowers

ShortDef

to bear flowers

Debugging

Headword:
ἀνθοφορέω
Headword (normalized):
ἀνθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ανθοφορεω
IDX:
7646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7647
Key:

Data

{'content': 'to bear flowers'}