Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσφυή
προσφυής
πρόσφυμα
πρόσφυξ
προσφυράω
προσφύρω
προσφυσάω
πρόσφυσις
προσφυτεύω
πρόσφυτος
προσφύω
προσφωνέω
προσφωνήεις
προσφώνημα
προσφωνηματικός
προσφώνησις
προσφωνητέον
προσχαίρω
προσχάραιος
προσχαρακτηρικῶς
προσχαρίζομαι
View word page
προσφύω
to make to grow to

ShortDef

to make to grow to

Debugging

Headword:
προσφύω
Headword (normalized):
προσφύω
Headword (normalized/stripped):
προσφυω
IDX:
76456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76457
Key:

Data

{'content': 'to make to grow to'}