Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσφυγος
προσφυή
προσφυής
πρόσφυμα
πρόσφυξ
προσφυράω
προσφύρω
προσφυσάω
πρόσφυσις
προσφυτεύω
πρόσφυτος
προσφύω
προσφωνέω
προσφωνήεις
προσφώνημα
προσφωνηματικός
προσφώνησις
προσφωνητέον
προσχαίρω
προσχάραιος
προσχαρακτηρικῶς
View word page
πρόσφυτος
adherent
ShortDef
adherent
Debugging
Headword:
πρόσφυτος
Headword (normalized):
πρόσφυτος
Headword (normalized/stripped):
προσφυτος
IDX:
76455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76456
Key:
Data
{'content': 'adherent'}