Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσφυγή
προσφύγιον
πρόσφυγος
προσφυή
προσφυής
πρόσφυμα
πρόσφυξ
προσφυράω
προσφύρω
προσφυσάω
πρόσφυσις
προσφυτεύω
πρόσφυτος
προσφύω
προσφωνέω
προσφωνήεις
προσφώνημα
προσφωνηματικός
προσφώνησις
προσφωνητέον
προσχαίρω
View word page
πρόσφυσις
growing to: clinging to

ShortDef

growing to: clinging to

Debugging

Headword:
πρόσφυσις
Headword (normalized):
πρόσφυσις
Headword (normalized/stripped):
προσφυσις
IDX:
76453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76454
Key:

Data

{'content': 'growing to: clinging to'}