Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσφορέω
προσφόρημα
προσφορία
πρόσφορος
προσφραγίζω
προσφυγή
προσφύγιον
πρόσφυγος
προσφυή
προσφυής
πρόσφυμα
πρόσφυξ
προσφυράω
προσφύρω
προσφυσάω
πρόσφυσις
προσφυτεύω
πρόσφυτος
προσφύω
προσφωνέω
προσφωνήεις
View word page
πρόσφυμα
excrescence
ShortDef
excrescence
Debugging
Headword:
πρόσφυμα
Headword (normalized):
πρόσφυμα
Headword (normalized/stripped):
προσφυμα
IDX:
76448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76449
Key:
Data
{'content': 'excrescence'}