Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσφιλοφρονέομαι
προσφλεγμαίνω
προσφοιτάω
προσφορά
προσφορέω
προσφόρημα
προσφορία
πρόσφορος
προσφραγίζω
προσφυγή
προσφύγιον
πρόσφυγος
προσφυή
προσφυής
πρόσφυμα
πρόσφυξ
προσφυράω
προσφύρω
προσφυσάω
πρόσφυσις
προσφυτεύω
View word page
προσφύγιον
refuge
ShortDef
refuge
Debugging
Headword:
προσφύγιον
Headword (normalized):
προσφύγιον
Headword (normalized/stripped):
προσφυγιον
IDX:
76444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76445
Key:
Data
{'content': 'refuge'}