Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσφιλοσοφέω
προσφιλοτεχνέω
προσφιλοτιμέομαι
προσφιλοφρονέομαι
προσφλεγμαίνω
προσφοιτάω
προσφορά
προσφορέω
προσφόρημα
προσφορία
πρόσφορος
προσφραγίζω
προσφυγή
προσφύγιον
πρόσφυγος
προσφυή
προσφυής
πρόσφυμα
πρόσφυξ
προσφυράω
προσφύρω
View word page
πρόσφορος
serviceable, useful, profitable

ShortDef

serviceable, useful, profitable

Debugging

Headword:
πρόσφορος
Headword (normalized):
πρόσφορος
Headword (normalized/stripped):
προσφορος
IDX:
76441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76442
Key:

Data

{'content': 'serviceable, useful, profitable'}