Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσφιλοκαλέω
προσφιλονεικέω
προσφιλοπονέω
προσφιλοσοφέω
προσφιλοτεχνέω
προσφιλοτιμέομαι
προσφιλοφρονέομαι
προσφλεγμαίνω
προσφοιτάω
προσφορά
προσφορέω
προσφόρημα
προσφορία
πρόσφορος
προσφραγίζω
προσφυγή
προσφύγιον
πρόσφυγος
προσφυή
προσφυής
πρόσφυμα
View word page
προσφορέω
to bring to, bring in

ShortDef

to bring to, bring in

Debugging

Headword:
προσφορέω
Headword (normalized):
προσφορέω
Headword (normalized/stripped):
προσφορεω
IDX:
76438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76439
Key:

Data

{'content': 'to bring to, bring in'}