Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσφθογγος
προσφθονέω
προσφίλεια
προσφιλέω
προσφιλής
προσφιλοκαλέω
προσφιλονεικέω
προσφιλοπονέω
προσφιλοσοφέω
προσφιλοτεχνέω
προσφιλοτιμέομαι
προσφιλοφρονέομαι
προσφλεγμαίνω
προσφοιτάω
προσφορά
προσφορέω
προσφόρημα
προσφορία
πρόσφορος
προσφραγίζω
προσφυγή
View word page
προσφιλοτιμέομαι
lavish money

ShortDef

lavish money

Debugging

Headword:
προσφιλοτιμέομαι
Headword (normalized):
προσφιλοτιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσφιλοτιμεομαι
IDX:
76433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76434
Key:

Data

{'content': 'lavish money'}