Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσφθεγκτήριος
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
προσφθείρομαι
πρόσφθογγος
προσφθονέω
προσφίλεια
προσφιλέω
προσφιλής
προσφιλοκαλέω
προσφιλονεικέω
προσφιλοπονέω
προσφιλοσοφέω
προσφιλοτεχνέω
προσφιλοτιμέομαι
προσφιλοφρονέομαι
προσφλεγμαίνω
προσφοιτάω
προσφορά
προσφορέω
προσφόρημα
View word page
προσφιλονεικέω
to vie with
ShortDef
to vie with
Debugging
Headword:
προσφιλονεικέω
Headword (normalized):
προσφιλονεικέω
Headword (normalized/stripped):
προσφιλονεικεω
IDX:
76429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76430
Key:
Data
{'content': 'to vie with'}