Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
ἀνθοπλοκία
ἀνθοπλόκος
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
ἄνθορος
ἄνθος
ἄνθος2
ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
ἀνθρακεύς
ἀνθρακευτός
View word page
ἄνθος
a blossom, flower

ShortDef

a blossom, flower
bird (yellow wagtail?)

Debugging

Headword:
ἄνθος
Headword (normalized):
ἄνθος
Headword (normalized/stripped):
ανθος
IDX:
7642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7643
Key:

Data

{'content': 'a blossom, flower'}