Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσφάζω
προσφαίνομαι
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
προσφευκτέον
προσφευκτέος
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτήριος
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
προσφθείρομαι
πρόσφθογγος
προσφθονέω
προσφίλεια
προσφιλέω
προσφιλής
προσφιλοκαλέω
προσφιλονεικέω
View word page
προσφθεγκτήριος
accosting

ShortDef

accosting

Debugging

Headword:
προσφθεγκτήριος
Headword (normalized):
προσφθεγκτήριος
Headword (normalized/stripped):
προσφθεγκτηριος
IDX:
76419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76420
Key:

Data

{'content': 'accosting'}