Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυφίσταμαι
προσυφόω
προσφάγιον
προσφάγιον2
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφαίνομαι
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
προσφευκτέον
προσφευκτέος
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτήριος
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
προσφθείρομαι
πρόσφθογγος
προσφθονέω
View word page
προσφεύγω
to flee for refuge to

ShortDef

to flee for refuge to

Debugging

Headword:
προσφεύγω
Headword (normalized):
προσφεύγω
Headword (normalized/stripped):
προσφευγω
IDX:
76414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76415
Key:

Data

{'content': 'to flee for refuge to'}