Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσυφάπτω
προσυφίσταμαι
προσυφόω
προσφάγιον
προσφάγιον2
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφαίνομαι
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
προσφευκτέον
προσφευκτέος
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτήριος
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
προσφθείρομαι
πρόσφθογγος
View word page
προσφέρω
to bring to
ShortDef
to bring to
Debugging
Headword:
προσφέρω
Headword (normalized):
προσφέρω
Headword (normalized/stripped):
προσφερω
IDX:
76413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76414
Key:
Data
{'content': 'to bring to'}