Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσυφαίνω
προσυφάπτω
προσυφίσταμαι
προσυφόω
προσφάγιον
προσφάγιον2
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφαίνομαι
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
προσφευκτέον
προσφευκτέος
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτήριος
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
προσφθείρομαι
View word page
προσφερής
brought near, approaching
ShortDef
brought near, approaching
Debugging
Headword:
προσφερής
Headword (normalized):
προσφερής
Headword (normalized/stripped):
προσφερης
IDX:
76412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76413
Key:
Data
{'content': 'brought near, approaching'}