Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυριγγόομαι
προσύστασις
προσυστέλλομαι
προσυφαίνω
προσυφάπτω
προσυφίσταμαι
προσυφόω
προσφάγιον
προσφάγιον2
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφαίνομαι
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
προσφευκτέον
προσφευκτέος
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτήριος
View word page
προσφάζω
to sacrifice beforehand

ShortDef

to sacrifice beforehand

Debugging

Headword:
προσφάζω
Headword (normalized):
προσφάζω
Headword (normalized/stripped):
προσφαζω
IDX:
76409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76410
Key:

Data

{'content': 'to sacrifice beforehand'}