Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
ἀνθοπλοκία
ἀνθοπλόκος
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
ἄνθορος
ἄνθος
ἄνθος2
ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακάριος
ἀνθρακεία
View word page
ἀνθορμέω
to lie at anchor opposite to

ShortDef

to lie at anchor opposite to

Debugging

Headword:
ἀνθορμέω
Headword (normalized):
ἀνθορμέω
Headword (normalized/stripped):
ανθορμεω
IDX:
7640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7641
Key:

Data

{'content': 'to lie at anchor opposite to'}