Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
ἀνθοπλοκία
ἀνθοπλόκος
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
ἄνθορος
ἄνθος
ἄνθος2
ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
View word page
ἀνθορίζω
make a counter-definition

ShortDef

make a counter-definition

Debugging

Headword:
ἀνθορίζω
Headword (normalized):
ἀνθορίζω
Headword (normalized/stripped):
ανθοριζω
IDX:
7638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7639
Key:

Data

{'content': 'make a counter-definition'}