Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
προσυπαρκτέον
προσυπάρχω
προσύπειμι
προσυπεμφαίνω
προσυπερβάλλω
προσυπεργάζομαι
προσυπερέχω
προσυπέχω
προσυπισχνέομαι
προσυποβάλλω
προσυπογράφω
προσυποδείκνυμι
προσυποδεικτέον
προσυποθήγω
προσυπόκειμαι
προσυποκλίνω
View word page
προσυπεργάζομαι
prepare the ground for

ShortDef

prepare the ground for

Debugging

Headword:
προσυπεργάζομαι
Headword (normalized):
προσυπεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσυπεργαζομαι
IDX:
76375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76376
Key:

Data

{'content': 'prepare the ground for'}