Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
προσυπαρκτέον
προσυπάρχω
προσύπειμι
προσυπεμφαίνω
προσυπερβάλλω
προσυπεργάζομαι
προσυπερέχω
προσυπέχω
προσυπισχνέομαι
προσυποβάλλω
προσυπογράφω
προσυποδείκνυμι
προσυποδεικτέον
View word page
προσύπειμι
underlie in addition

ShortDef

underlie in addition

Debugging

Headword:
προσύπειμι
Headword (normalized):
προσύπειμι
Headword (normalized/stripped):
προσυπειμι
IDX:
76372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76373
Key:

Data

{'content': 'underlie in addition'}