Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυνοικέω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
προσυπαρκτέον
προσυπάρχω
προσύπειμι
προσυπεμφαίνω
προσυπερβάλλω
προσυπεργάζομαι
προσυπερέχω
προσυπέχω
προσυπισχνέομαι
προσυποβάλλω
προσυπογράφω
προσυποδείκνυμι
View word page
προσυπάρχω
to exist besides

ShortDef

to exist besides

Debugging

Headword:
προσυπάρχω
Headword (normalized):
προσυπάρχω
Headword (normalized/stripped):
προσυπαρχω
IDX:
76371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76372
Key:

Data

{'content': 'to exist besides'}