Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
προσυπαρκτέον
προσυπάρχω
προσύπειμι
προσυπεμφαίνω
προσυπερβάλλω
προσυπεργάζομαι
προσυπερέχω
View word page
προσυπακουστέον
one must understand, supply in thought
ShortDef
one must understand, supply in thought
Debugging
Headword:
προσυπακουστέον
Headword (normalized):
προσυπακουστέον
Headword (normalized/stripped):
προσυπακουστεον
IDX:
76366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76367
Key:
Data
{'content': 'one must understand, supply in thought'}