Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
προσυπαρκτέον
προσυπάρχω
προσύπειμι
προσυπεμφαίνω
προσυπερβάλλω
View word page
προσυντίθεμαι
agree upon, arrange beforehand
ShortDef
agree upon, arrange beforehand
Debugging
Headword:
προσυντίθεμαι
Headword (normalized):
προσυντίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
προσυντιθεμαι
IDX:
76364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76365
Key:
Data
{'content': 'agree upon, arrange beforehand'}