Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυμπάσσω
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
προσυπαρκτέον
προσυπάρχω
View word page
προσυνοικέω
to cohabit with before

ShortDef

to cohabit with before

Debugging

Headword:
προσυνοικέω
Headword (normalized):
προσυνοικέω
Headword (normalized/stripped):
προσυνοικεω
IDX:
76361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76362
Key:

Data

{'content': 'to cohabit with before'}