Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Προσυμναῖος
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
προσυπαντάω
View word page
προσύνειμι
to be cohabiting with already
ShortDef
to be cohabiting with already
Debugging
Headword:
προσύνειμι
Headword (normalized):
προσύνειμι
Headword (normalized/stripped):
προσυνειμι
IDX:
76359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76360
Key:
Data
{'content': 'to be cohabiting with already'}