Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυντάσσω
προσυντελέω
προσυντίθεμαι
προσυντρίβω
προσυπακουστέον
προσυπακούω
προσυπαναπτύσσω
View word page
προσυνεδρεύω
take counsel beforehand

ShortDef

take counsel beforehand

Debugging

Headword:
προσυνεδρεύω
Headword (normalized):
προσυνεδρεύω
Headword (normalized/stripped):
προσυνεδρευω
IDX:
76358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76359
Key:

Data

{'content': 'take counsel beforehand'}