Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
προσυντάσσω
View word page
προσυμφύομαι
grow together before

ShortDef

grow together before

Debugging

Headword:
προσυμφύομαι
Headword (normalized):
προσυμφύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσυμφυομαι
IDX:
76352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76353
Key:

Data

{'content': 'grow together before'}