Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
προσύνειμι
προσυνίστημι
προσυνοικέω
View word page
προσυμπάσσω
besprinkle first

ShortDef

besprinkle first

Debugging

Headword:
προσυμπάσσω
Headword (normalized):
προσυμπάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσυμπασσω
IDX:
76351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76352
Key:

Data

{'content': 'besprinkle first'}