Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
ἀνθοπλοκία
ἀνθοπλόκος
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
ἄνθορος
ἄνθος
ἄνθος2
ἀνθοσμίας
View word page
ἀνθοπλίτης
one armed in like manner

ShortDef

one armed in like manner

Debugging

Headword:
ἀνθοπλίτης
Headword (normalized):
ἀνθοπλίτης
Headword (normalized/stripped):
ανθοπλιτης
IDX:
7634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7635
Key:

Data

{'content': 'one armed in like manner'}