Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
προσυναιρέω
προσυνεδρεύω
View word page
προσυμμίσγω
to intermix first

ShortDef

to intermix first

Debugging

Headword:
προσυμμίσγω
Headword (normalized):
προσυμμίσγω
Headword (normalized/stripped):
προσυμμισγω
IDX:
76348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76349
Key:

Data

{'content': 'to intermix first'}