Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσυγχρίω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
προσυμνέω
προσυμπάσσω
προσυμφύομαι
προσυμφωνέω
προσυνάγω
προσυναθροίζομαι
προσυναίρεσις
View word page
προσυμβιβάζω
accommodate beforehand

ShortDef

accommodate beforehand

Debugging

Headword:
προσυμβιβάζω
Headword (normalized):
προσυμβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
προσυμβιβαζω
IDX:
76346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76347
Key:

Data

{'content': 'accommodate beforehand'}