Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
προσυγχέω
προσυγχρίω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
προσυμνέω
View word page
προσυλλέγομαι
assemble before

ShortDef

assemble before

Debugging

Headword:
προσυλλέγομαι
Headword (normalized):
προσυλλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσυλλεγομαι
IDX:
76340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76341
Key:

Data

{'content': 'assemble before'}