Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
προσυγχέω
προσυγχρίω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
προσυμβιβάζω
προσύμβολον
προσυμμίσγω
Προσυμναῖος
View word page
προσυλάκτησις
carping
ShortDef
carping
Debugging
Headword:
προσυλάκτησις
Headword (normalized):
προσυλάκτησις
Headword (normalized/stripped):
προσυλακτησις
IDX:
76339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76340
Key:
Data
{'content': 'carping'}