Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόστυπος
προστυπόω
προστύπωσις
προστύφω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγγράφομαι
προσύγκειμαι
προσυγχέω
προσυγχρίω
προσυζεύγνυμι
προσυλακτέω
προσυλάκτησις
προσυλλέγομαι
προσυλλογίζομαι
προσυλλογισμός
προσυλλογιστέον
πρόσυλος
προσυμβαίνω
View word page
προσυγχέω
throw into disorder before
ShortDef
throw into disorder before
Debugging
Headword:
προσυγχέω
Headword (normalized):
προσυγχέω
Headword (normalized/stripped):
προσυγχεω
IDX:
76335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76336
Key:
Data
{'content': 'throw into disorder before'}